- περιφλέγω
- ΜΑπαθ. περιφλέγομαικαίγομαι από παντού, κατακαίγομαιμσν.παθ. καταστρέφομαι («βλέφαρα περιπεφλεγμένα ταῑς ῥοαῑς τῶν δακρύων», Ιωάνν. Δαμ.)αρχ.1. καίω, έχω φλόγες ολόγυρα («τῶν τόπων ἐμπύρων ὄντων καί περιφλεγόντων», Πλούτ.)2. φλέγω, καίω ολόγυρα («θέρος περιφλέγει τὰ γεννώμενα», Φίλων)3. κατακαίω, καταστρέφω τελείως.
Dictionary of Greek. 2013.